-
1 ἔρρω
A , Ar. (v. infr.): [tense] aor. 1 : [tense] pf. ἤρρηκα ([etym.] εἰς-) Id.Th. 1075:— go slowly: ἔρρων limping, of Hephaestus, Il.18.421 ; ἥ μ' οἴῳ ἔρροντι συνήντετο met me wandering alone, Od.4.367.II go or come to one's own harm,ἐνθάδε ἔρρων Il.8.239
,9.364 ; ὑπὸ γαίῃ ἐρρήσεις h.Merc. l.c.;ἄτιμος ἔρρειν A.Eu. 884
; ὡς Πόλυβον ἤρρησεν he went with a murrain to Polybus, Ar.Ra. 1192, cf.Lys. 336 (lyr.).2 mostly in imper., away ! begone !Il.
8.164, Thgn.601 ;ἔρρ' οὕτως Il.22.498
: pl.,ἔρρετε 24.239
, A.R.3.562 : [ per.] 3sg., away with him, let him go to ruin,Il.
20.349, Od.5.139 ;ἀσπὶς ἐκείνη ἐρρέτω Archil.6.4
; in a legal formula,αὐτὸς μὲν ϝερρέτω Berl.Sitzb.1927.8
([dialect] Locr., v B. C.), cf. Schwyzer 415 (Elis, v B. C.); ϝάρρην ib.409; ἐρρέτω Ἴλιον perish Troy ! S.Ph. 1200 (anap.): with a Prep.,ἔρρ' ἐκ νήσου θᾶσσον Od.10.72
;ἔρρ' ἀπ' ἐμεῖο Theoc.20.2
;ἔρρ' ἐκ προσώπου Herod. 8.59
; in [dialect] Att. strengthd., go hang!Ar.
Pl. 604 (anap.), Pherecr.70.5, etc.;ἐς κόρακας ἔρρειν φασὶν ἐκ τῆς Ἀττικῆς Alex.94.5
;ἔρρε εἰς ὄλεθρόν τε καὶ Ἄβυδον Lys.Fr.5a
: opt.ἔρροις AP5.2
(Antip. Thess.): part.,ἔρρων νυν αὐτὸς χἡ ξυνοικήσασά σοι.. γηράσκετ' E.Alc. 734
: [tense] fut., οὐκ ἐρρήσετε; οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε; Ar.Lys. 1240, Pax 500 ;εἰ μὴ 'ρρήσεθ' Id.V. 1329
(lyr.).3 of persons and things, to be clean gone, perish, disappear,ἔρρων ἐκ ναός A.Pers. 964
(lyr.); ἔρρει πανώλης ib. 732 (troch.);ἄφαντος ἔρρει S.OT 560
, cf.Pl.Lg. 677c;ἔρρει ταῦτα ἐκ τῆς αὑτῶν χώρας Id.Phlb. 24d
;ἔρρειν ἐκ τῆς τοῦ εἶναι ἕδρας Plot.3.7.4
; ἔρρει τὰ κᾶλα the ships are lost, Hippocr. ap. X.HG1.1.23 (prob.) ;ἔρρει πᾶσ' Ἀφροδίτα A.Ag. 419
(lyr.) ; ἔρρει τὰ θεῖα the honour due to the gods is gone, S.OT 910 (lyr.) ;ἔρρει δέμας φλογιστόν Id.El.57
;ἔρρεις μάτην E.Hel. 1220
;θανόντας ἔρρειν Id.Supp. 1113
; ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις from what fortunes hast thou fallen, Id.IT 379 ;ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα X.Smp.1.15
, cf. Cyr.6.1.3.------------------------------------
См. также в других словарях:
Liste griechischer Phrasen/Eta — Eta Inhaltsverzeichnis 1 Ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄρτυμα … Deutsch Wikipedia
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek